ἀρθρικά

ἀρθρικά
ἀρθρικός
of
neut nom/voc/acc pl
ἀρθρικά̱ , ἀρθρικός
of
fem nom/voc/acc dual
ἀρθρικά̱ , ἀρθρικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετεροφρασία — η ιατρ. διαταραχή στη χρησιμοποίηση τών λέξεων διακρίνεται σε λεκτική (ο ασθενής προφέρει ορθώς, αλλά χρησιμοποιεί κακώς τις λέξεις) και σε γραμματική ετεροφρασία (ο ασθενής κάνει αρθρικά λάθη και δημιουργεί νέες λέξεις χωρίς κανένα νόημα).… …   Dictionary of Greek

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”